- ενδοπλευρικός
- -ή, -όπου βρίσκεται στο κοίλωμα των πλευρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδοπλευρικός — ή, ό και ενδοπλεύριος, α, ο αυτός που βρίσκεται στο κοίλωμα τών πλευρών … Dictionary of Greek